Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012
Ερωτάς το γελοίο και το δέος
Τίποτα πιο απάνθρωπο από την υποχρέωση . Τίποτε πιο εξαντλητικό από την προσποίηση, ιδίως του ότι είσαι μια χαρά. Τίποτε πιο εξουθενωτικό από το να χαμογελάς, να ενδιαφέρεσαι, και να κουβεντιάζεις με το ζόρι, όταν το μόνο που λαχταράς είναι να βυθιστείς στην σιωπή σου και στον ήρεμο σκοτάδι από το οποία προέκυψες.
Γιατί πονάει τούτη η ξαφνική άνοιξη μέσα στο καταχείμωνο; Μας θυμίζει πώς η ανάγκη του έρωτα μονάχα παρίστανε την πεθαμένη;
Κάθε αληθινός έρωτας είναι ένα φυσικό φαινόμενο. Ένα αναπόφευκτο δράμα. Αναπόφευκτο κι ας κάνεις πώς το επέλεξες.
Ο έρωτας. Μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να καταφέρνει να μοιάζει ως λογικοφανής, ως συνειδητός, αλλά παραμέσα, σχεδόν πάντα έτσι είναι. Μιλάνε για την αξία και την αξιοπρέπεια της επιλογής, για την πιθανότητα να πετύχεις διάνα άμα επιλέγεις, όμως ο έρωτας δεν καταδέχεται τους υπολογισμούς, εκδικείται όσους τον παζαρεύουν Είναι πανάκριβος ο έρωτας για να παραδοθεί στην φτήνια των εγγυήσεων. Προτιμά την τρέλα, την ήττα. Την σταύρωση.
Ο θεός όταν την κρίνει θα πει. Αν πόνεσες με τον πόνο του έρωτα σε συγχωρώ, γιατί πόνεσες, ήδη πόνεσες, ήδη πλήρωσες ακριβά. Πάντα είναι κανείς αθώος μπρος σε ένα τέτοιο πόνο. Σε τελευταία ανάλυση όλοι είμαστε από έρωτα σακατεμένοι. Ζητάμε το θαύμα ζητάμε τον άγγελο. Δεν υπάρχει πιο πιθανός δρόμος από αυτόν τον δρόμο, γιατί δε υπάρχει πιο σκληρός, οξύς πόνος.
Όλα τα άλλα γίνονται μετά, γιατί δεν είναι ποτέ ΄ο έρωτας εκείνος που θες, όσο τον θες, όπως τον θες τουλάχιστον σε τούτη την ζωή δεν είναι. Ούτε τα πάντα, ούτε για πάντα. Δεν είναι. Έτσι πλούσιος στην αρχή του έτσι μίζερος στο τέλος του.
…….Όμως η στέρηση είναι στέρηση, γιατί ο έρωτας που πόθησες δεν ήταν τότε αυτός, δεν ήταν εκεί, ούτε και εσύ τα κατάφερες τότε να είσαι. Πάντοτε κάτι γίνεται, κάτι και χαλάει πολύ πριν την ένωση, ή πολύ σιμά στην ένωση, χαλά κάτι από αλλού ή από σένα χαλάει. Κάθε λίγο βγαίνεις λιγότερος από την επιθυμία σου , τόσο μικρός και μωρός μπρος στο όνειρο σου. Και δεν φταίει κανείς, μόνο εσύ , πάντα. Κατά κάποιο τρόπο εσύ. Δεν ξεκολλάει εύκολα από το πετσί σου τούτη η βδέλλα. Και είναι μια θλίψη τόσο θλιβερή, ώστε έρχεται ή εποχή που ξεχνάς την αίτιά, δεν την χωράει η ψυχή σου και την ξεχνάς. Μένει η γεύση σίγουρα, αλλά η αιτία όλο και πιο ακαθόριστη. Άγνωστη δήθεν. Ίσως στην άλλη ζωή, ίσως σ΄ αυτό που λένε παράδεισο ……
Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012
Το Πεφταστέρι που ξαναπήγε στον Ουρανό
Αναρτήθηκε από την Island Angel
Hurt me with the truth but never comform me with a lie !
Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012
Αφ’ όταν ο Άγγελος μου πια δεν με φυλάει...
αμέριμνα μπορεί ν’ ανοίγει τα φτερά του
και τη σιωπή των αστεριών στα δύο να σκίζει
γιατί, της μοναχικής νύχτας μου, δεν πρέπει
να κρατήσει άλλο πια τα χέρια, που αγωνιούνε,
αφ’ όταν ο Αγγελός μου πια δεν με φυλάει.
Αναρτήθηκε από την EvenStar
What's true in our minds is true, whether some people know it or not.
Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012
Ένα δέντρο, μια φορά
Το δέντρο
Σ᾿ ένα έχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανεὶς δεν το πρόσεχε. Κανεὶς δεν το φρόντιζε. Κανεὶς δεν του έδινε την παραμικρὴ σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει απὸ καιρὸ κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.
Ποτὲ δεν είχε γνωρίσει του δάσους τη δροσιά. Δεν είχαν κελαηδήσει ποτὲ στα φύλλα του πουλιά, με δυσκολία να το άγγιζε που και που κάποια πονετικὴ ηλιαχτίδα που γλιστρούσε στα κρυφὰ ανάμεσα στις μουντὲς και άχαρες πολυκατοικίες που το περιστοίχιζαν.
Οι περαστικοὶ διάβαιναν δίπλα του με αδιαφορία, βλοσυροὶ και βιαστικοί, χωρὶς να του δίνουν καθόλου σημασία, μερικοὶ μάλιστα πετούσαν αποτσίγαρα, φλούδια απὸ κάστανα και λερωμένα χαρτομάντηλα κι άλλοι φτύνανε στο χωμάτινο τετραγωνάκι γύρω απὸ τη ρίζα του.
Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, κατάλαβε απὸ κάτι μηχανικοὺς με σκούρες καμπαρντίνες και κρεμαστὰ μουστάκια, που έσκυβαν και μουρμούριζαν κι όλο μετρούσαν σκυθρωποί, ότι θὰ πλάταιναν το δρόμο πλάι του. Κι αν συνέβαινε αυτό, τί τύχη το περίμενε; Θα το πελέκιζαν, θα το ξερίζωναν; Θα το πετούσαν μήπως στα σκουπίδια;
Εκείνο το χριστουγεννιάτικο δειλινὸ το δέντρο αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο απὸ ποτέ. Στα ολόφωτα παράθυρα γύρω του διέκρινε ανάμεσα απὸ τις κουρτίνες χριστουγεννιάτικα έλατα, που χαρωπὰ παιδιὰ τα στόλιζαν με κόκκινα κεριά, καμπανούλες, αγγελούδια, ασημένια πέταλα και γιορτινὲς γιρλάντες και ζήλευε. Ζήλευε πολύ. Πόσο θα ήθελε να είναι έτσι κι αυτό. Χριστουγεννιάτικο έλατο στη θαλπωρὴ ενὸς σπιτιού. Να το φροντίζουν, να το στολίζουν, να το καμαρώνουν...
Το παιδί
Ήταν κι ένα παιδί. Τις μέρες έκανε δουλειὲς του ποδαριού. Τα βράδια κοιμόταν στο πάτωμα ενὸς κρύου πλυσταριού στην αυλὴ ενὸς εγκαταλελειμμένου κτιρίου με ετοιμόρροπα μπαλκόνια. Κανεὶς δεν το πρόσεχε. Κανεὶς δεν το φρόντιζε. Κανεὶς δεν του έδινε την παραμικρὴ σημασία. Τα μάγουλά του είχαν χλωμιάσει, τα χέρια του είχαν ροζιάσει, τα μάτια του είχαν γεμίσει θλίψη. Ποτὲ δεν είχε γνωρίσει τη ζεστασιὰ μιας αγκαλιάς, τη θαλπωρὴ ενὸς αληθινού σπιτιού.
Εκείνο το κρύο χριστουγεννιάτικο βράδυ το αγόρι αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο απὸ ποτέ, γιατί είχε μάθει ότι μετὰ τις γιορτὲς θα κατεδάφιζαν το μιζεροκτίριο με το πλυσταριὸ και δεν θα ῾χε πού να μείνει.
Τυλιγμένο στο τριμμένο του παλτό, κοιτούσε απ᾿ τα φωτισμένα παράθυρα τα λαμπερὰ σαλόνια με τα γκι και τα μπαλόνια, τις φρουτιέρες με τα ρόδια και τα χρυσωμένα κουκουνάρια, έβλεπε γελαστὰ αγόρια και κορίτσια να κρεμούν στα χριστουγεννιάτικα δέντρα πλουμίδια αστραφτερὰ και ζήλευε. Ζήλευε πολύ, πόσο θα ῾θελε να στόλιζε κι αυτὸ ένα έλατο σε κάποιου τζακιού το αντιφέγγισμα, με τα δώρα υποσχέσεις μαγικὲς ολόγυρά του...
Πώς το ῾φερε η τύχη έτσι κι εκείνο το χριστουγεννιάτικο βράδυ και συναντήθηκαν κάποια στιγμὴ το δέντρο εκείνο κι εκείνο το παιδί...
Η συνάντηση
Εκείνο το δειλινὸ το παιδὶ γυρνούσε άσκοπα στους δρόμους της πολύβουης πολιτείας. Κάθε τόσο σταματούσε σε κάποια βιτρίνα. Κόλλαγε τη μύτη του στο τζάμι και κοιτούσε με μάτια εκστατικὰ όλα εκείνα τα λαχταριστά, σε μια βιτρίνα λόφοι απὸ μελομακάρονα, κουραμπιέδες και πολύχρωμα τρενάκια φορτωμένα με σοκολατάκια, σε μια άλλη ζαχαρένιοι Άγιο-Βασίληδες με μύτες απὸ κερασάκια και μία παραμυθένια πριγκίπισσα απὸ πορσελάνη να κοιτάζει απὸ το αψιδωτὸ παράθυρο ενὸς φιλντισένιου κάστρου και λίγο παρακάτω, σε μια άλλη βιτρίνα, μια ονειρεμένη τρόικα με έναν πρόσχαρο αμαξά, μολυβένια στρατιωτάκια με κόκκινες στολὲς καβάλα σε άλογα πιτσιλωτὰ να καλπάζουν στοιχισμένα στη σειρὰ και στο βάθος ένα οπάλινο παλάτι σε μία χιονισμένη στέπα. Έτσι όπως περπατούσε με τα μάτια στραμμένα στις καταστόλιστες βιτρίνες, έπεσε άθελά του πάνω σ᾿ έναν περαστικὸ με καμηλὸ παλτὸ και γκρενὰ κασκὸλ που γύριζε στο σπίτι του φορτωμένος με σακούλες και πακέτα που φύγανε απὸ τα χέρια του, σκόρπισαν στο δρόμο εδώ και κει. Το παιδὶ έχασε την ισορροπία του, γλίστρησε, το κεφάλι του χτύπησε με φόρα στο πεζοδρόμιο, ένιωσε μία σκοτοδίνη. Ο περαστικός του ῾βαλε οργισμένος τις φωνές, το κατσάδιασε για τα καλά.
Το αλητάκι σηκώθηκε, το ῾βαλε στα πόδια, κατηφόρισε παραπατώντας ένα σοκάκι με μία υπαίθρια αγορά, έστριψε ένα δυο στενὰ και βρέθηκε στο δρόμο με το παραμελημένο δέντρο. Σταμάτησε λαχανιασμένο να πάρει ανάσα, απὸ τα φωτισμένα παράθυρα, τα χνωτισμένα, αχνοφαίνονταν τα γιορτινὰ σαλόνια με τα έλατα τα στολισμένα.
- Όμορφα δεν είναι; Ακούει τότε μια φωνή.
Ήταν το δέντρο του δρόμου.
- Πολύ. Αποκρίθηκε το παιδί, χωρὶς να παραξενευτεί καθόλου που ένα δέντρο μιλούσε, του άρεσε να του μιλάει κάποιος χωρὶς να το σπρώχνει, χωρὶς να το κατσαδιάζει, χωρὶς να το αποπαίρνει.
- Στόλισέ με! - ψιθύρισε το δέντρο - Στόλισέ με και εμένα έτσι!
- Μακάρι να μπορούσα! Πικρογέλασε το παιδί.
- Προσπάθησε, σε παρακαλώ. Ίσως αυτά, ξέρεις, να ῾ναι τα στερνά μου Χριστούγεννα, να μην δω άλλα.
- Γιατί το λες αυτό;
- Άκουσα ότι θα πλατύνουν το δρόμο, πελέκι ή ξεριζωμὸς με περιμένει, ένα απὸ τα δυο... Δεν είμαι σίγουρο ακόμα.
Το παιδὶ σκέφτηκε ότι θα κατεδάφιζαν το ετοιμόρροπο κτίριο με το ξεχαρβαλωμένο πλυσταριό, το καταφύγιό του. Σε λίγο δεν θα ῾χε ούτε ῾κείνο πού να μείνει. Σε κάποιο χαρτόκουτο ίσως;
- Στόλισέ με! Παρακάλεσε άλλη μια φορὰ το δέντρο. Το παιδὶ κοίταξε ολόγυρά του.
- Με τί; Απόρησε.
- Ό,τι να ῾ναι... κάτι θα βρεις εσύ!! Δεν μπορεί.
- Καλά... Αφού το θέλεις τόσο πολύ, κάτι θα βρω να σε στολίσω...
Συμφώνησε το παιδὶ κι άρχισε να ψάχνει.
Τα στολίδια
Εκείνη τη στιγμή, λες και κάτι ψυχανεμίστηκε ο ουρανός, έπιασε να χιονίζει, το χιόνι έπεφτε πυκνό... Χάδι απαλὸ σκέπαζε ανάλαφρα με πάλλευκες νιφάδες στα ολόγυμνα κλωνιὰ του παραμελημένου δέντρου.
Πήρε τότε το μάτι του παιδιού κάτι να αστράφτει λίγο παραπέρα. Μια παρέα πλουσιόπαιδα, που είχαν περάσει απὸ το δρόμο λίγο νωρίτερα, είχαν πετάξει χρωματιστὰ χρυσόχαρτα απὸ τις καραμέλες που έτρωγαν με λαιμαργία τη μία μετὰ τὴν άλλη. Το αγόρι μάζεψε ένα ένα τα πεταμένα χρυσόχαρτα, τα μάλαξε με τα δάχτυλά του και έπλασε αστραφτερὲς πράσινες μπλε και βυσσινόχρωμες μπαλίτσες, μετὰ ξήλωσε τα κουμπιὰ του φθαρμένου παλτού και με τις κλωστὲς κρέμασε τις φανταχτερὲς μπαλίτσες στὰ χιονοσκέπαστα κλωνιὰ του δέντρου.
- Ευχαριστώ! Είπε το δέντρο, ανατριχιάζοντας απ᾿ τη χαρά του.
- Με τι άλλο άραγε να το στολίσω; Μονολόγησε το παιδί.
Λες κι είχε ακούσει τα λόγια του, μια νοικοκυρὰ τρεις δρόμους παρακάτω άδειασε με φόρα απ᾿ το παράθυρο μιας κουζίνας μία λεκάνη με σαπουνάδα σε μία πλακόστρωτη αυλή. Ο άνεμος πήρε ένα πανάλαφρο σύννεφο απὸ σαπουνόφουσκες και τις ταξίδεψε παιχνιδίζοντας μαζί τους, το αγόρι τις είδε να πλησιάζουν στραφταλίζοντας στο φεγγαρόφωτο, τις κοίταξε με τέτοια λαχτάρα που εκείνες, λες και κατάλαβαν την επιθυμία του, άφησαν τον άνεμο να τις φέρει ένα - δυο γύρους και να τις κρεμάσει στα κλωνιὰ του δέντρου.
- Όσο πάω κι ομορφαίνω! Καμάρωσε το δέντρο.
- Σίγουρα ομορφαίνεις! Συμφώνησε το αγόρι σφίγγοντας γύρω του το παλτὸ γιατὶ έκανε πολύ, πάρα πολὺ κρύο...
- Κοίτα! Έρχονται!
Ένα φωτεινὸ σύννεφο πλησίαζε τρεμοπαίζοντας στο σκοτάδι.
- Ελάτε! Τις κάλεσε με το βλέμμα το παιδί.
Και οι πυγολαμπίδες, λάμψεις αλλόκοσμες, τρεμοσβήνοντας ονειρικά, κάθισαν νεραϊδένιες γιρλάντες στα κλωνιὰ του δέντρου.
Το κρύο γινόταν όσο πήγαινε πιο τσουχτερό. Το χιόνι έπεφτε ολοένα πιο πυκνό. Το αγόρι σήκωσε τα μάτια του στον ουρανὸ και τότε το είδε! Είδε το πεφταστέρι κι εκείνο, λες και συνάντησε το βλέμμα του, διέγραψε στο σκοτάδι μία φαντασμαγορικὴ χρυσαφένια τροχιὰ και ακούμπησε απαλὰ στην κορφὴ του δέντρου.
Και ήταν τώρα πράγματι όμορφο το δέντρο λουσμένο στο φεγγαρόφωτο με τα χρυσαφένια μπαλάκια να στραφταλίζουν, τις σαπουνόφουσκες να σιγοτρέμουν, τις πυγολαμπίδες να αναβοσβήνουν κέντημα δαντελένιο στα χιονισμένα του κλωνιὰ και το πεφταστέρι ν᾿ ανασαίνει χρυσαφένιο φως στην κορφή του.
- M᾿ έκανες τόσο, μα τόσο όμορφο - είπε το δέντρο στο παιδὶ - Σ᾿ ευχαριστώ πολύ. Σ᾿ ευχαριστώ αληθινά... Πόσο θα ῾θελα να μπορούσα να σου χάριζα κι εγὼ ένα δώρο...
- Μπορείς! Αποκρίθηκε το παιδὶ χουχουλίζοντας τα χέρια - Άσε με, σε παρακαλώ, να καθίσω στη ρίζα σου για λίγο. Νιώθω τόσο, μα τόσο κουρασμένο, πονάω... και δεν έχω πού να πάω...
- Αμέ! Έλα, κάθισε. Κάθισε στη ρίζα μου όσο θέλεις. Είπε το δέντρο.
- Και να δεις... Θα κάνω εγὼ μία ευχὴ για σένα.
Το παιδὶ σήκωσε το γιακά, τυλίχτηκε στο παλιό του πανωφόρι, κάθισε στο χιονοσκέπαστο πεζοδρόμιο, αγκάλιασε το κορμὶ του δέντρου και σφίχτηκε όσο μπορούσε πιο κοντά του.
Το ταξίδι
Το χιόνι έπεφτε γύρω του. Πάνω του πυκνό. Όλο του το σώμα έτρεμε, τα χέρια του είχαν μουδιάσει, τα δόντια του χτυπούσαν. Έκλεισε τα μάτια για να τα προστατέψει απὸ τις ριπὲς του χιονιού, όταν ξαφνικὰ - τί παράξενο - άκουσε εκείνον τον ήχο... Τον ήχο τον χαρμόσυνο! Κουδουνάκια τρόικας! Ένα μαστίγιο ακούστηκε να κροταλίζει, άλογα να καλπάζουν ρυθμικά.
Άνοιξε τα μάτια. Απίστευτο! Στα μελανιασμένα χείλη του άνθισε ένα χαμόγελο. Απὸ το βάθος του δρόμου, θαμπὰ στην αρχή, αλλὰ όλο και πιο ξεκάθαρα, την είδε. Είδε την παραμυθένια τρόικα με τα ασημένια κουδουνάκια να πλησιάζει φορτωμένη δώρα διαλεχτά. Την οδηγούσε ένας ροδομάγουλος αμαξάς με γούνινο σκούφο, κόκκινη μύτη και πυκνὴ κυματιστὴ γενειάδα. Πίσω απὸ την τρόικα κάλπαζαν στρατιώτες με πορφυρὲς στολές, καβάλα σε περήφανα άλογα στολισμένα με χρυσαφένιες φούντες...
Παραξενεύτηκε το παιδί. Πώς βρέθηκε εδώ αυτὴ η τρόικα φορτωμένη τόσα δώρα; Και οι καβαλάρηδες; Κάπου τους ήξερε. Κάπου τους είχε ξαναδεί!
Η τρόικα σταμάτησε μπροστά του, τα άλογα χρεμέτισαν, ο αμαξὰς χαμογέλασε, απὸ το παράθυρο της άμαξας πρόβαλε το πρόσωπο της πριγκιποπούλας.
- Τι όμορφο δέντρο! - Χαμογέλασε - Ποιος να το στόλισε άραγε;
- Εγώ! Αποκρίθηκε το παιδί.
- Αλήθεια;
- Ναι.
- Έλα μαζί μου τότε. Έλα να στολίσεις έτσι όμορφα και το έλατο του βασιλιᾶ, να ζήσεις στο παλάτι μας παντοτινά.
- Δεν πάω πουθενὰ χωρὶς το δέντρο μου! Απάντησε το αγόρι.
Η πριγκιποπούλα έδωσε τότε εντολὴ και οι στρατιώτες του βασιλιὰ έσκαψαν βαθιά, πήρανε το δέντρο μαζὶ με τις ρίζες του και το φύτεψαν σε μία πορσελάνινη γλάστρα, μετὰ το φόρτωσαν στην τρόικα.
Γελώντας πρόσχαρα, ο αμαξάς άπλωσε το χέρι του, βοήθησε το παιδὶ να ανέβει στην άμαξα να κάτσει πλάι του, τα άλογα στράφηκαν, τον κοίταξαν με τα μεγάλα τους μάτια και ρουθούνισαν ανυπόμονα.
Όλα τα κτίρια, όλα τα φανάρια, όλες οι βιτρίνες, τα πάντα, ειχαν τώρα εξαφανιστεί. Μπροστά τους ανοιγόταν μία απέραντη στέπα κι εκεί στο βάθος μέσα απὸ τα διάφανα πέπλα του χιονιού αχνοφαίνονταν μαγευτικοὶ οι μεγαλόπρεποι τρούλοι κι οι αψιδωτὲς πύλες του οπάλινου παλατιού!
Ο ροδομάγουλος αμαξάς τράβηξε τα γκέμια. Κροτάλισε το μαστίγιο, τα άλογα χύθηκαν χλιμιντρίζοντας μπροστά, καλπάζοντας όλο και πιο γοργά... λες κι είχανε φτερά... Σε λίγο η τρόικα κι η ακολουθία της είχαν χαθεί στο βάθος της χιονισμένης στέπας.
Το χιόνι που συνέχισε ολοένα πιο πυκνὸ το σιωπηλὸ χορό του έσβησε σχεδὸν αμέσως τα ίχνη από τις ρόδες και τα πέταλα των αλόγων..
Λένε οι παλιοὶ ότι το πεζοδρόμιο εκείνο ήταν κάποτε κάπως πιο φαρδύ, ότι φύτρωνε κάποτε κάποιο δέντρο εκεί.
Διηγούνται επίσης οι παλιοὶ ότι ένα χριστουγεννιάτικο πρωὶ βρήκαν στη ρίζα του δέντρου ξεπαγιασμένο ένα παιδὶ σκεπασμένο απὸ το χιόνι, τυλιγμένο σ᾿ ένα τριμμένο παλτὸ χωρὶς κουμπιά, με ένα γαλήνιο χαμόγελο, ένα χαμόγελο ευτυχίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
Λένε ακόμα ότι απὸ τότε κάθε παραμονὴ Χριστουγέννων, γύρω στα μεσάνυχτα, κάτι παράξενο συμβαίνει, κάτι που κανεὶς δεν μπορεί να το εξηγήσει. Ένα σμάρι πυγολαμπίδες τριγυρνούν επίμονα τρεμοσβήνοντας σε εκείνο το σημείο, λες και κάτι αναζητούν, λες και γυρεύουνε να θυμηθούνε κάτι, ότι ένας άνεμος αναπάντεχος φέρνει, ποιος ξέρει απὸ που, ανάλαφρες σαπουνόφουσκες και χρυσόχαρτα αστραφτερά, ενώ την ίδια στιγμὴ ένα υπέροχο πεφταστέρι διαγράφει στον ουρανὸ μία φαντασμαγορικὴ τροχιὰ και πέφτει στο σημείο ακριβως εκείνο.
Έτσι λένε...
Ποιος ξέρει;
Αναρτήθηκε από την EvenStar
What's true in our minds is true, whether some people know it or not.
Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012
Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012
L' ultima notte
Αναρτήθηκε από την EvenStar
What's true in our minds is true, whether some people know it or not.
La liberazione dell' anima
εξαρτάται απο τις δυνάμεις και τις αντοχές που έχει ο καθένας μας.
Κάνεις προσπάθειες να κρατήσεις τα όνειρα σου, ζωντανά,να τους δίνεις φώς,να τα ποτίζεις, με όλη την δύναμη που έχεις, για να μην σβήσουν
και δεν βλέπεις και δεν ακους τίποτα, παρά μονάχα τη φωνή της Ψυχής σου!
Απελευθερώνεσαι...
Αναρτήθηκε από την EvenStar
What's true in our minds is true, whether some people know it or not.
Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012
Oι μικρές μάχες της ζωής
Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012
Η φούσκα
Αναρτήθηκε από την EvenStar
What's true in our minds is true, whether some people know it or not.
Sunset
Και λίγο μετά, πρόσθεσε:
- Ξέρεις ... όταν είναι κανείς έτσι λυπημένος, του αρέσουν τα ηλιοβασιλέματα ...
- Τη μέρα που τα είδες σαραντατρείς φορές ήσουνα, λοιπόν, τόσο πολύ λυπημένος;
Αναρτήθηκε από την EvenStar
What's true in our minds is true, whether some people know it or not.
Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012
Ψεύτικα χαμόγελα
Αναρτήθηκε από την EvenStar
What's true in our minds is true, whether some people know it or not.
Φοβάμαι Τα Τραγούδια
...όταν τα όνειρα γίνονται ΕΡΗΜΙΑ
Αναρτήθηκε από την Island Angel
Hurt me with the truth but never comform me with a lie !
Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012
River flows in you
Όταν αφεθείς να σε παρασύρει το ποτάμι, πρέπει τουλάχιστον να 'χεις την τόλμη να φτάσεις μέχρι το πέλαγος.
Αναρτήθηκε από την EvenStar
What's true in our minds is true, whether some people know it or not.
Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012
Ένα παιδί μέτρησε τ’άστρα...Μα ήταν αμέτρητα...Όσες και οι ευχές του
Αναρτήθηκε από την Island Angel
Hurt me with the truth but never comform me with a lie !
Το κορίτσι που ήθελε να δίνει
Το τελευταίο δώρο γενεθλίων της Ρέιτσελ Μπέκγουιθ ήταν πόσιμο νερό για χιλιάδες ανθρώπους
Στα εννέα χρόνια της ζωής της η Ρέιτσελ Μπέκγουιθ πρόλαβε να δωρίσει τρεις φορές τις κοτσίδες της. Η πρώτη φορά ήταν στα πέντε της: στο σχολείο πληροφορήθηκε πως μια οργάνωση (Locks of Love ή Κοτσίδες της Αγάπης) συγκέντρωνε μαλλιά για να φτιάχνει περούκες για παιδιά που πάσχουν από καρκίνο. Η Ρέιτσελ δεν δίστασε καθόλου. Εβαλε τη μητέρα της Σαμάνθα να την κουρέψει και μετά περίμενε να ξαναμεγαλώσουν τα μαλλιά της. Και τα έκοψε και πάλι. Η τρίτη φορά ήταν στις 23 Ιουλίου, την ημέρα που σκοτώθηκε σε τροχαίο: οι γονείς της δώρισαν τα όργανα της Ρέιτσελ μαζί με την τελευταία της κοτσίδα.
Αναδημοσίευση από tanea.gr
Αναρτήθηκε από την EvenStar
What's true in our minds is true, whether some people know it or not.
Η μελωδία των ξωτικών
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν δύο ξωτικά πολύ μακρυά το ένα από το άλλο.
Το ένα σε ένα ψηλό βουνό και το άλλο σε μια απέραντη θάλασσα. Το ένα έγραφε στίχους και το άλλο έγραφε μουσική. Ένιωθαν πολύ μόνα τους γιατί ο κόσμος των ξωτικών τα είχε εξορίσει. Ήταν πολύ «ιδιαίτερα», όχι καλύτερα ή χειρότερα από τα άλλα, έτσι τα εξόρισαν για να μην τα βλέπουν και να μην τα ακούν.
Τα δύο ξωτικά δεν είχαν γνωριστεί, ούτε είχαν δει το ένα το άλλο, ούτε είχαν ακούσει ποτέ ότι υπάρχουν κι άλλα εξόριστα ξωτικά. Προέρχονταν από διαφορετικές ομάδες ξωτικών οπότε, μέσα στην απέραντη θλίψη τους συνέχιζαν να γράφουν στίχους και μουσική.
Όμως πόσο να αντέξουν οι στίχοι χωρίς την μουσική και η μουσική χωρίς τους στίχους; Γρήγορα μέσα στη δική τους μοναξιά άρχισαν να νιώθουν μοναξιά και οι στίχοι και η μουσική.
Τα ξωτικά στενοχωριόντουσαν αλλά δεν ήξεραν τι να κάνουν. Αποφάσισαν λοιπόν να σταματήσουν να γράφουν. Να κάνουν μία παύση. Και να ταξιδέψουν. Γιατί αφού ήταν εξόριστα ήταν ελεύθερα (και αυτό είναι το παράδοξο της εξορίας ότι καμιά φορά εκεί είσαι πιο ελεύθερος από τους ελεύθερους) να πάνε όπου ήθελαν αρκεί να μην ήταν μέσα στα σύνορα του κόσμου των ξωτικών.
Ξεκίνησαν λοιπόν να περπατάνε και να περπατάνε και να περπατάνε... Πέρασαν πολλές δυσκολίες και πολλά εμπόδια, μα εκείνα συνέχιζαν να περπατάνε σαν κάτι πιο βαθύ και πιο μεγάλο να τα οδηγεί. Έμαθαν πολλά στην πορεία, δυνάμωσαν και δεν φοβόντουσαν πια τόσο πολύ.
Η μοναξιά τους έγινε όπλο και όχι αδυναμία. Και η θλίψη σιγά σιγά άρχιζε να εξαφανίζεται.
Κάποια στιγμή, από τα διαφορετικά σημεία που βρισκόντουσαν,άκουσαν κάποιους περίεργους θορύβους. Και χωρίς κανένα δισταγμό, τα δύο ξωτικά, κατευθύνθηκαν προς το σημείο από όπου προέρχονταν αυτοί οι πρωτόγονοι ήχοι οι οποίοι άρχιζαν τώρα να ακούγονται πιο ρυθμικοί.
Και ξαφνικά βρέθηκαν το ένα απέναντι στο άλλο (και τότε γεννήθηκε ένα κοινό σημείο αφετηρίας). Κοιτάχτηκαν και χωρίς να μιλήσουν έστριψαν το κεφάλι τους και τα δύο μαζί ταυτόχρονα προς την πηγή των ήχων (και τότε γεννήθηκε ένας κοινός στόχος). Είδαν μια μικρή σπηλιά η οποία ήταν πάνω σε ένα μικρό λόφο. Ο λόφος ήταν τόσο κοντά αλλά και τόσο μακρυά. Και έτσι τα δύο ξωτικά είχαν μια μικρή διαδρομή που έπρεπε να διανύσουν προς τον κοινό τους στόχο. Έπρεπε να μάθουν τι υπάρχει σε εκείνη τη σπηλιά. Και έπρεπε να αποφασίσουν αν θα συνεχίσουν μαζί ή το καθένα χωριστά. Υπήρξε μια αρχική αμηχανία γιατί είχαν πολύ καιρό να έχουν κάποιον για παρέα...είχαν συνηθίσει στην μοναχική πορεία τους. Αλλά ήταν μόνο μια στιγμή...
Αμέσως σκέφτηκαν πώς δύο είναι καλύτερα από έναν και ακόμα περισσότερο όταν βαδίζεις προς το άγνωστο, σε μονοπάτια που δεν γνωρίζεις (και τότε γεννήθηκε μια κοινή απόφαση). Έκαναν λοιπόν το πρώτο βήμα τους μαζί και συνέχισαν προχωρώντας μπροστά (και τότε γεννήθηκε ένας κοινός δρόμος) . Πέρασαν καινούρια εμπόδια μέχρι να φτάσουν μα τώρα όλα τους φαίνονταν πιο εύκολα. Έμαθαν έτσι την αξία της συνεργασίας και τι συμβαίνει... Άρχισαν να νιώθουν πιο άνετα το ένα δίπλα στο άλλο, να νιώθουν μεγαλύτερη ασφάλεια και εμπιστοσύνη. Θα λέγαμε στη δική μας γλώσσα πώς έγιναν «φίλοι» (αλλά αυτό δεν είναι ακριβώς σωστό γιατί «φιλία» στη γλώσσα των ξωτικών σημαίνει κάτι πολύ συγκεκριμένο που δεν μεταφράζεται).
Και όπως περπατούσαν (σε μια στιγμή ηρεμίας που δεν είχαν να αντιμετωπίσουν κάποιο καινούριο εμπόδιο) το ένα άρχισε να σιγομουρμουράει μία μουσική και το άλλο άρχισε να λέει μερικούς σκόρπιους στίχους. Και χάρηκαν και τα δύο γιατί δεν υπήρχε καθόλου μοναξιά ούτε στις καρδιές τους ούτε στις καινούριες δημιουργίες τους. Στίχοι και μουσική έγιναν ένα. Και ήξεραν πως η παύση της μουσικής τους είχε πια τελειώσει... Και συνέχιζαν να περπατάνε τώρα μαζί, δίπλα δίπλα, τα δύο ξωτικά και μαζί τους να περπατάνε, δίπλα δίπλα και οι στίχοι με τη μουσική...
Μέχρι που έφτασαν στην σπηλιά. Και σώπασαν. Δειλά δειλά μπήκαν μέσα και αντίκρυσαν ένα τρίτο εξόριστο ξωτικό που χτυπούσε ό,τι έβρισκε γύρω του (πέτρες, κλαδάκια, χώμα, περίεργα φυτά, οτιδήποτε...) δημιουργώντας ρυθμικά χτυπήματα. Το τρίτο ξωτικό μόλις τα είδε σταμάτησε αμέσως. Tα δύο ξωτικά δεν πίστευαν στα μάτια τους! Υπήρχε κι άλλο εξόριστο ξωτικό! Το τρίτο ξωτικό όμως δεν έδειξε καμία έκπληξη, ήταν πολύ ήρεμο, σχεδόν σαν να τα περίμενε να έρθουν... τους χαμογέλασε και τους έκανε νόημα να περάσουν. Και τα τρία κοιτάχτηκαν και κάθισαν σε κύκλο. Και αντί να μιλήσουν στην γλώσσα των ξωτικών (που και τα τρία γνώριζαν καλά πώς είναι ο μόνος τρόπος μιας σωστής και εύκολης επικοινωνίας) έκαναν κάτι άλλο. Το ένα έβαλε τις λέξεις, το άλλο τους ήχους και το τρίτο τη μελωδία.
Και έτσι περίπου φτιάχτηκαν τα τραγούδια τους που απλώθηκαν και έφτασαν μέχρι την πιο μακρινή θάλασσα και μέχρι το πιο ψηλό βουνό... Τα τραγούδια που έφτασαν μέχρι και τον κόσμο των ξωτικών... και πάρα πέρα... μέχρι τον κόσμο των ανθρώπων... Γιατί ευτυχώς για εμάς η μουσική δεν έχει σύνορα, δεν μπορεί να εξοριστεί, δεν ανήκει σε κανέναν, δεν μπορεί να φυλακιστεί, αντίθετα μπορεί να ταξιδεύει ελεύθερα και πάντα από στόμα σε στόμα, μεταφέρεται με τον άνεμο, με τα πουλιά, με το κύμα της θάλασσας...
Για αυτό να ξέρετε πως όταν καμιά φορά κολυμπάτε στην θάλασσα και νομίζετε πώς κάτι ακούσατε δεν είναι η ιδέα σας. Δεν είναι το κύμα που σας ψιθύριζει... είναι η δική τους μελωδία. Κι αν φτάσετε ποτέ στην κορυφή ενός βουνού δεν είναι ο άνεμος που σας σφυρίζει αλλά τα τραγούδια τριών μικρών εξόριστων ξωτικών που έκαναν την διαφορετικότητα τους μουσική για να θυμάστε...
....Πως ακόμα και στην εξορία υπάρχει έμπνευση. Κανείς δεν μπορεί να σου κλέψει αυτό που είσαι και πάντα θα υπάρχουν άλλοι που δεν θα θέλουν να σε δουν και να σε ακούσουν. Αλλά κάπου θα υπάρχουν κι αυτοί που θα τους δέχεσαι όπως είναι και θα σε δέχονται όπως είσαι και που θα μπορείτε να ενώσετε τις αλήθειες σας και να χαράξετε για λίγο ή για πολύ μια κοινή αληθινή πορεία...
Το μοιράστηκε η Δάφνη στο neraidokiklos.gr
Αναρτήθηκε από την EvenStar
What's true in our minds is true, whether some people know it or not.
Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012
Κινούμενη άμμος
Σε κοίταξα. Το πρώτο βλέμμα ξεκίνησε αυτό που συχνά μου αρέσει να λέω... "μια βόμβα Θεού".Είχα την αίσθηση ότι τα πόδια μου βούλιαζαν. Βούλιαζαν στο απέραντο γαλάζιο σου που απορροφούσε κάθε κομμάτι μου. Κάθε μου σκέψη. Μόνο αργότερα - πολύ αργότερα είναι η αλήθεια - κατάλαβα ότι βούλιαζα σε μια κινούμενη άμμο.
Τα σημάδια ήταν εκεί, μα εγώ τα ερμήνευα όπως ήθελα. Την δυσκολία να πάω εμπρός την ερμήνευα σαν κατανόηση στις ανάγκες σου. Να κάνω πίσω, σαν πράξη θάρρους. Μαχόμουν για ότι πίστευα πως άξιζε.
Συχνά ένιωθα την ανάγκη να αλλάξει κάτι, να υπάρξει κίνηση στην στασιμότητα, μα όσο περισσότερο προσπαθούσα, τόσο πιο γρήγορα βούλιαζα. Στην απορία, στην απελπισία, στην θλίψη...
Η άμμος της ψυχής σου κατάπινε σιγά σιγά την υπαρξή μου, μα εγώ ακόμα το πάλευα.
Μόνο αργότερα - πολύ αργότερα, όπως σου είπα - να...σαν χτες ας πούμε...όταν η άμμος σου γέμισε το στόμα μου και βουβάθηκα, όταν σκέπασε την μύτη μου και αγωνιούσα για μια ανάσα, όταν μπήκε στα μάτια μου και τα δάκρυα έτρεξαν ποτάμι να την καθαρίσουν...ένιωσα μια πεταλούδα να φτερουγίζει από πάνω μου. Η ψυχή που σου δόθηκε ... τελικά εγκατέλειπε. Κι ο κύκλος σκοτείνιαζε και σκοτείνιαζε....
Δεν ήσουν ποτέ εκεί. Δεν υπήρξε ποτέ φωνή. Κάποιες κατάρες μόνο που ακούστηκαν στην αρχή σαν ευχές "αχ και να ερχόσουν".
Αναρτήθηκε από την EvenStar
What's true in our minds is true, whether some people know it or not.