Περπατώ ολομόναχη στην πλαγιά των λύκων.
Σε ένα μονοπάτι που έχουν φυτρώσει στην άκρη του κάτι
πολύχρωμα όνειρα. Σαν αγριολούλουδα.
Πέρα από τα σύνορα της ψυχής μου.
Πέρα από τα σύνορα της λογικής μου.
Στην κόψη της νύχτας.
Οταν κάποια φορά στην ζωή σου νιώσεις πανικό χτυπά την πόρτα εκείνου που ξέρεις πως σε περιμένει.
Την ώρα του μεγάλου πανικού θα χτυπήσεις την πόρτα
εκείνου που ορκίστηκε πώς πάντα θα σε περιμένει.
Είδες που άδικα
φοβόσουνα;
Δεν χάλασε ο κόσμος λοιπόν, όταν όλοι θα σε απαρνηθούν και ο
τελευταίος Ιούδας θα αρπάξει τα δηνάρια του, μόλις σε φιλήσει με πάθος
στο στόμα.
Δεν τρέχει κάστανο αν κάποιος κολλητός σου σε δει μια
μέρα γυμνή και ξεχασμένη σε ένα πεζοδρόμιο και σου δαγκώσει την ψυχή με
τον οίκτο του.
Δεν ήρθε το τέλος του κόσμου, αν κάποτε
γκρεμοτσακιστείς από τον βράχο που σκαρφάλωσες, γιατί πήρε το μάτι σου
ένα ανθισμένο κυκλάμινο.
Αυτός θα είναι εκεί.
"Τελείωνε μωρό μου", θα σου πει. "Ξεπάγιασαν τα χέρια μου να περιμένουν να σε αγκαλιάσουν".
Ήταν
ένα απομεσήμερο του Σεπτέμβρη. Ένα μοβ απομεσήμερο που τα ηλιοτρόπια
ήταν δακρυσμένα, γιατί ο ήλιος τα είχε ξεχάσει και ταξίδευε πίσω από
σκούρα σύννεφα
Κουράγιο
έλεγα μέσα μου. Μην ιδρώνεις.
Ακόμα και
αν φωνάξεις., θα σε ακούσει. Αφού στο είπε.
Στ΄ ορκίστηκε πώς θα σε
περιμένει
Φώναξα δυνατά ώσπου βράχνιασα.
Χτύπησα δυνατά ώσπου μάτωσαν τα χέρια μου
Κανείς....
Τι
όμορφα που είναι τα μοβ απομεσήμερα του Σεπτέμβρη.. Ακόμα και όταν
ξέρεις πως αυτός που νόμιζες πως θα σε περιμένει, κρύφτηκε πίσω από
σκούρα σύννεφα και σε ξέχασε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου