Το δέντρο
Σ᾿ ένα έχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανεὶς δεν το πρόσεχε. Κανεὶς δεν το φρόντιζε. Κανεὶς δεν του έδινε την παραμικρὴ σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει απὸ καιρὸ κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.
Ποτὲ δεν είχε γνωρίσει του δάσους τη δροσιά. Δεν είχαν κελαηδήσει ποτὲ στα φύλλα του πουλιά, με δυσκολία να το άγγιζε που και που κάποια πονετικὴ ηλιαχτίδα που γλιστρούσε στα κρυφὰ ανάμεσα στις μουντὲς και άχαρες πολυκατοικίες που το περιστοίχιζαν.
Οι περαστικοὶ διάβαιναν δίπλα του με αδιαφορία, βλοσυροὶ και βιαστικοί, χωρὶς να του δίνουν καθόλου σημασία, μερικοὶ μάλιστα πετούσαν αποτσίγαρα, φλούδια απὸ κάστανα και λερωμένα χαρτομάντηλα κι άλλοι φτύνανε στο χωμάτινο τετραγωνάκι γύρω απὸ τη ρίζα του.
Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, κατάλαβε απὸ κάτι μηχανικοὺς με σκούρες καμπαρντίνες και κρεμαστὰ μουστάκια, που έσκυβαν και μουρμούριζαν κι όλο μετρούσαν σκυθρωποί, ότι θὰ πλάταιναν το δρόμο πλάι του. Κι αν συνέβαινε αυτό, τί τύχη το περίμενε; Θα το πελέκιζαν, θα το ξερίζωναν; Θα το πετούσαν μήπως στα σκουπίδια;
Εκείνο το χριστουγεννιάτικο δειλινὸ το δέντρο αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο απὸ ποτέ. Στα ολόφωτα παράθυρα γύρω του διέκρινε ανάμεσα απὸ τις κουρτίνες χριστουγεννιάτικα έλατα, που χαρωπὰ παιδιὰ τα στόλιζαν με κόκκινα κεριά, καμπανούλες, αγγελούδια, ασημένια πέταλα και γιορτινὲς γιρλάντες και ζήλευε. Ζήλευε πολύ. Πόσο θα ήθελε να είναι έτσι κι αυτό. Χριστουγεννιάτικο έλατο στη θαλπωρὴ ενὸς σπιτιού. Να το φροντίζουν, να το στολίζουν, να το καμαρώνουν...
Το παιδί
Ήταν κι ένα παιδί. Τις μέρες έκανε δουλειὲς του ποδαριού. Τα βράδια κοιμόταν στο πάτωμα ενὸς κρύου πλυσταριού στην αυλὴ ενὸς εγκαταλελειμμένου κτιρίου με ετοιμόρροπα μπαλκόνια. Κανεὶς δεν το πρόσεχε. Κανεὶς δεν το φρόντιζε. Κανεὶς δεν του έδινε την παραμικρὴ σημασία. Τα μάγουλά του είχαν χλωμιάσει, τα χέρια του είχαν ροζιάσει, τα μάτια του είχαν γεμίσει θλίψη. Ποτὲ δεν είχε γνωρίσει τη ζεστασιὰ μιας αγκαλιάς, τη θαλπωρὴ ενὸς αληθινού σπιτιού.
Εκείνο το κρύο χριστουγεννιάτικο βράδυ το αγόρι αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο απὸ ποτέ, γιατί είχε μάθει ότι μετὰ τις γιορτὲς θα κατεδάφιζαν το μιζεροκτίριο με το πλυσταριὸ και δεν θα ῾χε πού να μείνει.
Τυλιγμένο στο τριμμένο του παλτό, κοιτούσε απ᾿ τα φωτισμένα παράθυρα τα λαμπερὰ σαλόνια με τα γκι και τα μπαλόνια, τις φρουτιέρες με τα ρόδια και τα χρυσωμένα κουκουνάρια, έβλεπε γελαστὰ αγόρια και κορίτσια να κρεμούν στα χριστουγεννιάτικα δέντρα πλουμίδια αστραφτερὰ και ζήλευε. Ζήλευε πολύ, πόσο θα ῾θελε να στόλιζε κι αυτὸ ένα έλατο σε κάποιου τζακιού το αντιφέγγισμα, με τα δώρα υποσχέσεις μαγικὲς ολόγυρά του...
Πώς το ῾φερε η τύχη έτσι κι εκείνο το χριστουγεννιάτικο βράδυ και συναντήθηκαν κάποια στιγμὴ το δέντρο εκείνο κι εκείνο το παιδί...
Η συνάντηση
Εκείνο το δειλινὸ το παιδὶ γυρνούσε άσκοπα στους δρόμους της πολύβουης πολιτείας. Κάθε τόσο σταματούσε σε κάποια βιτρίνα. Κόλλαγε τη μύτη του στο τζάμι και κοιτούσε με μάτια εκστατικὰ όλα εκείνα τα λαχταριστά, σε μια βιτρίνα λόφοι απὸ μελομακάρονα, κουραμπιέδες και πολύχρωμα τρενάκια φορτωμένα με σοκολατάκια, σε μια άλλη ζαχαρένιοι Άγιο-Βασίληδες με μύτες απὸ κερασάκια και μία παραμυθένια πριγκίπισσα απὸ πορσελάνη να κοιτάζει απὸ το αψιδωτὸ παράθυρο ενὸς φιλντισένιου κάστρου και λίγο παρακάτω, σε μια άλλη βιτρίνα, μια ονειρεμένη τρόικα με έναν πρόσχαρο αμαξά, μολυβένια στρατιωτάκια με κόκκινες στολὲς καβάλα σε άλογα πιτσιλωτὰ να καλπάζουν στοιχισμένα στη σειρὰ και στο βάθος ένα οπάλινο παλάτι σε μία χιονισμένη στέπα. Έτσι όπως περπατούσε με τα μάτια στραμμένα στις καταστόλιστες βιτρίνες, έπεσε άθελά του πάνω σ᾿ έναν περαστικὸ με καμηλὸ παλτὸ και γκρενὰ κασκὸλ που γύριζε στο σπίτι του φορτωμένος με σακούλες και πακέτα που φύγανε απὸ τα χέρια του, σκόρπισαν στο δρόμο εδώ και κει. Το παιδὶ έχασε την ισορροπία του, γλίστρησε, το κεφάλι του χτύπησε με φόρα στο πεζοδρόμιο, ένιωσε μία σκοτοδίνη. Ο περαστικός του ῾βαλε οργισμένος τις φωνές, το κατσάδιασε για τα καλά.
Το αλητάκι σηκώθηκε, το ῾βαλε στα πόδια, κατηφόρισε παραπατώντας ένα σοκάκι με μία υπαίθρια αγορά, έστριψε ένα δυο στενὰ και βρέθηκε στο δρόμο με το παραμελημένο δέντρο. Σταμάτησε λαχανιασμένο να πάρει ανάσα, απὸ τα φωτισμένα παράθυρα, τα χνωτισμένα, αχνοφαίνονταν τα γιορτινὰ σαλόνια με τα έλατα τα στολισμένα.
- Όμορφα δεν είναι; Ακούει τότε μια φωνή.
Ήταν το δέντρο του δρόμου.
- Πολύ. Αποκρίθηκε το παιδί, χωρὶς να παραξενευτεί καθόλου που ένα δέντρο μιλούσε, του άρεσε να του μιλάει κάποιος χωρὶς να το σπρώχνει, χωρὶς να το κατσαδιάζει, χωρὶς να το αποπαίρνει.
- Στόλισέ με! - ψιθύρισε το δέντρο - Στόλισέ με και εμένα έτσι!
- Μακάρι να μπορούσα! Πικρογέλασε το παιδί.
- Προσπάθησε, σε παρακαλώ. Ίσως αυτά, ξέρεις, να ῾ναι τα στερνά μου Χριστούγεννα, να μην δω άλλα.
- Γιατί το λες αυτό;
- Άκουσα ότι θα πλατύνουν το δρόμο, πελέκι ή ξεριζωμὸς με περιμένει, ένα απὸ τα δυο... Δεν είμαι σίγουρο ακόμα.
Το παιδὶ σκέφτηκε ότι θα κατεδάφιζαν το ετοιμόρροπο κτίριο με το ξεχαρβαλωμένο πλυσταριό, το καταφύγιό του. Σε λίγο δεν θα ῾χε ούτε ῾κείνο πού να μείνει. Σε κάποιο χαρτόκουτο ίσως;
- Στόλισέ με! Παρακάλεσε άλλη μια φορὰ το δέντρο. Το παιδὶ κοίταξε ολόγυρά του.
- Με τί; Απόρησε.
- Ό,τι να ῾ναι... κάτι θα βρεις εσύ!! Δεν μπορεί.
- Καλά... Αφού το θέλεις τόσο πολύ, κάτι θα βρω να σε στολίσω...
Συμφώνησε το παιδὶ κι άρχισε να ψάχνει.
Τα στολίδια
Εκείνη τη στιγμή, λες και κάτι ψυχανεμίστηκε ο ουρανός, έπιασε να χιονίζει, το χιόνι έπεφτε πυκνό... Χάδι απαλὸ σκέπαζε ανάλαφρα με πάλλευκες νιφάδες στα ολόγυμνα κλωνιὰ του παραμελημένου δέντρου.
Πήρε τότε το μάτι του παιδιού κάτι να αστράφτει λίγο παραπέρα. Μια παρέα πλουσιόπαιδα, που είχαν περάσει απὸ το δρόμο λίγο νωρίτερα, είχαν πετάξει χρωματιστὰ χρυσόχαρτα απὸ τις καραμέλες που έτρωγαν με λαιμαργία τη μία μετὰ τὴν άλλη. Το αγόρι μάζεψε ένα ένα τα πεταμένα χρυσόχαρτα, τα μάλαξε με τα δάχτυλά του και έπλασε αστραφτερὲς πράσινες μπλε και βυσσινόχρωμες μπαλίτσες, μετὰ ξήλωσε τα κουμπιὰ του φθαρμένου παλτού και με τις κλωστὲς κρέμασε τις φανταχτερὲς μπαλίτσες στὰ χιονοσκέπαστα κλωνιὰ του δέντρου.
- Ευχαριστώ! Είπε το δέντρο, ανατριχιάζοντας απ᾿ τη χαρά του.
- Με τι άλλο άραγε να το στολίσω; Μονολόγησε το παιδί.
Λες κι είχε ακούσει τα λόγια του, μια νοικοκυρὰ τρεις δρόμους παρακάτω άδειασε με φόρα απ᾿ το παράθυρο μιας κουζίνας μία λεκάνη με σαπουνάδα σε μία πλακόστρωτη αυλή. Ο άνεμος πήρε ένα πανάλαφρο σύννεφο απὸ σαπουνόφουσκες και τις ταξίδεψε παιχνιδίζοντας μαζί τους, το αγόρι τις είδε να πλησιάζουν στραφταλίζοντας στο φεγγαρόφωτο, τις κοίταξε με τέτοια λαχτάρα που εκείνες, λες και κατάλαβαν την επιθυμία του, άφησαν τον άνεμο να τις φέρει ένα - δυο γύρους και να τις κρεμάσει στα κλωνιὰ του δέντρου.
- Όσο πάω κι ομορφαίνω! Καμάρωσε το δέντρο.
- Σίγουρα ομορφαίνεις! Συμφώνησε το αγόρι σφίγγοντας γύρω του το παλτὸ γιατὶ έκανε πολύ, πάρα πολὺ κρύο...
- Κοίτα! Έρχονται!
Ένα φωτεινὸ σύννεφο πλησίαζε τρεμοπαίζοντας στο σκοτάδι.
- Ελάτε! Τις κάλεσε με το βλέμμα το παιδί.
Και οι πυγολαμπίδες, λάμψεις αλλόκοσμες, τρεμοσβήνοντας ονειρικά, κάθισαν νεραϊδένιες γιρλάντες στα κλωνιὰ του δέντρου.
Το κρύο γινόταν όσο πήγαινε πιο τσουχτερό. Το χιόνι έπεφτε ολοένα πιο πυκνό. Το αγόρι σήκωσε τα μάτια του στον ουρανὸ και τότε το είδε! Είδε το πεφταστέρι κι εκείνο, λες και συνάντησε το βλέμμα του, διέγραψε στο σκοτάδι μία φαντασμαγορικὴ χρυσαφένια τροχιὰ και ακούμπησε απαλὰ στην κορφὴ του δέντρου.
Και ήταν τώρα πράγματι όμορφο το δέντρο λουσμένο στο φεγγαρόφωτο με τα χρυσαφένια μπαλάκια να στραφταλίζουν, τις σαπουνόφουσκες να σιγοτρέμουν, τις πυγολαμπίδες να αναβοσβήνουν κέντημα δαντελένιο στα χιονισμένα του κλωνιὰ και το πεφταστέρι ν᾿ ανασαίνει χρυσαφένιο φως στην κορφή του.
- M᾿ έκανες τόσο, μα τόσο όμορφο - είπε το δέντρο στο παιδὶ - Σ᾿ ευχαριστώ πολύ. Σ᾿ ευχαριστώ αληθινά... Πόσο θα ῾θελα να μπορούσα να σου χάριζα κι εγὼ ένα δώρο...
- Μπορείς! Αποκρίθηκε το παιδὶ χουχουλίζοντας τα χέρια - Άσε με, σε παρακαλώ, να καθίσω στη ρίζα σου για λίγο. Νιώθω τόσο, μα τόσο κουρασμένο, πονάω... και δεν έχω πού να πάω...
- Αμέ! Έλα, κάθισε. Κάθισε στη ρίζα μου όσο θέλεις. Είπε το δέντρο.
- Και να δεις... Θα κάνω εγὼ μία ευχὴ για σένα.
Το παιδὶ σήκωσε το γιακά, τυλίχτηκε στο παλιό του πανωφόρι, κάθισε στο χιονοσκέπαστο πεζοδρόμιο, αγκάλιασε το κορμὶ του δέντρου και σφίχτηκε όσο μπορούσε πιο κοντά του.
Το ταξίδι
Το χιόνι έπεφτε γύρω του. Πάνω του πυκνό. Όλο του το σώμα έτρεμε, τα χέρια του είχαν μουδιάσει, τα δόντια του χτυπούσαν. Έκλεισε τα μάτια για να τα προστατέψει απὸ τις ριπὲς του χιονιού, όταν ξαφνικὰ - τί παράξενο - άκουσε εκείνον τον ήχο... Τον ήχο τον χαρμόσυνο! Κουδουνάκια τρόικας! Ένα μαστίγιο ακούστηκε να κροταλίζει, άλογα να καλπάζουν ρυθμικά.
Άνοιξε τα μάτια. Απίστευτο! Στα μελανιασμένα χείλη του άνθισε ένα χαμόγελο. Απὸ το βάθος του δρόμου, θαμπὰ στην αρχή, αλλὰ όλο και πιο ξεκάθαρα, την είδε. Είδε την παραμυθένια τρόικα με τα ασημένια κουδουνάκια να πλησιάζει φορτωμένη δώρα διαλεχτά. Την οδηγούσε ένας ροδομάγουλος αμαξάς με γούνινο σκούφο, κόκκινη μύτη και πυκνὴ κυματιστὴ γενειάδα. Πίσω απὸ την τρόικα κάλπαζαν στρατιώτες με πορφυρὲς στολές, καβάλα σε περήφανα άλογα στολισμένα με χρυσαφένιες φούντες...
Παραξενεύτηκε το παιδί. Πώς βρέθηκε εδώ αυτὴ η τρόικα φορτωμένη τόσα δώρα; Και οι καβαλάρηδες; Κάπου τους ήξερε. Κάπου τους είχε ξαναδεί!
Η τρόικα σταμάτησε μπροστά του, τα άλογα χρεμέτισαν, ο αμαξὰς χαμογέλασε, απὸ το παράθυρο της άμαξας πρόβαλε το πρόσωπο της πριγκιποπούλας.
- Τι όμορφο δέντρο! - Χαμογέλασε - Ποιος να το στόλισε άραγε;
- Εγώ! Αποκρίθηκε το παιδί.
- Αλήθεια;
- Ναι.
- Έλα μαζί μου τότε. Έλα να στολίσεις έτσι όμορφα και το έλατο του βασιλιᾶ, να ζήσεις στο παλάτι μας παντοτινά.
- Δεν πάω πουθενὰ χωρὶς το δέντρο μου! Απάντησε το αγόρι.
Η πριγκιποπούλα έδωσε τότε εντολὴ και οι στρατιώτες του βασιλιὰ έσκαψαν βαθιά, πήρανε το δέντρο μαζὶ με τις ρίζες του και το φύτεψαν σε μία πορσελάνινη γλάστρα, μετὰ το φόρτωσαν στην τρόικα.
Γελώντας πρόσχαρα, ο αμαξάς άπλωσε το χέρι του, βοήθησε το παιδὶ να ανέβει στην άμαξα να κάτσει πλάι του, τα άλογα στράφηκαν, τον κοίταξαν με τα μεγάλα τους μάτια και ρουθούνισαν ανυπόμονα.
Όλα τα κτίρια, όλα τα φανάρια, όλες οι βιτρίνες, τα πάντα, ειχαν τώρα εξαφανιστεί. Μπροστά τους ανοιγόταν μία απέραντη στέπα κι εκεί στο βάθος μέσα απὸ τα διάφανα πέπλα του χιονιού αχνοφαίνονταν μαγευτικοὶ οι μεγαλόπρεποι τρούλοι κι οι αψιδωτὲς πύλες του οπάλινου παλατιού!
Ο ροδομάγουλος αμαξάς τράβηξε τα γκέμια. Κροτάλισε το μαστίγιο, τα άλογα χύθηκαν χλιμιντρίζοντας μπροστά, καλπάζοντας όλο και πιο γοργά... λες κι είχανε φτερά... Σε λίγο η τρόικα κι η ακολουθία της είχαν χαθεί στο βάθος της χιονισμένης στέπας.
Το χιόνι που συνέχισε ολοένα πιο πυκνὸ το σιωπηλὸ χορό του έσβησε σχεδὸν αμέσως τα ίχνη από τις ρόδες και τα πέταλα των αλόγων..
Λένε οι παλιοὶ ότι το πεζοδρόμιο εκείνο ήταν κάποτε κάπως πιο φαρδύ, ότι φύτρωνε κάποτε κάποιο δέντρο εκεί.
Διηγούνται επίσης οι παλιοὶ ότι ένα χριστουγεννιάτικο πρωὶ βρήκαν στη ρίζα του δέντρου ξεπαγιασμένο ένα παιδὶ σκεπασμένο απὸ το χιόνι, τυλιγμένο σ᾿ ένα τριμμένο παλτὸ χωρὶς κουμπιά, με ένα γαλήνιο χαμόγελο, ένα χαμόγελο ευτυχίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
Λένε ακόμα ότι απὸ τότε κάθε παραμονὴ Χριστουγέννων, γύρω στα μεσάνυχτα, κάτι παράξενο συμβαίνει, κάτι που κανεὶς δεν μπορεί να το εξηγήσει. Ένα σμάρι πυγολαμπίδες τριγυρνούν επίμονα τρεμοσβήνοντας σε εκείνο το σημείο, λες και κάτι αναζητούν, λες και γυρεύουνε να θυμηθούνε κάτι, ότι ένας άνεμος αναπάντεχος φέρνει, ποιος ξέρει απὸ που, ανάλαφρες σαπουνόφουσκες και χρυσόχαρτα αστραφτερά, ενώ την ίδια στιγμὴ ένα υπέροχο πεφταστέρι διαγράφει στον ουρανὸ μία φαντασμαγορικὴ τροχιὰ και πέφτει στο σημείο ακριβως εκείνο.
Έτσι λένε...
Ποιος ξέρει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου